- τζαζίστας
- ο, Νεκτελεστής μουσικής τζαζ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τζαζ + κατάλ. -ίστας (πρβλ. πιαν-ίστας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
Έλινγκτον, Ντιουκ — (Edward Kennedy «Duke» Ellington, Ουάσινγκτον 1899 – Νέα Υόρκη 1974). Αφροαμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε να μελετά πιάνο και σχέδιο σε ηλικία επτά ετών και το 1915 εμφανίστηκε ως πιανίστας στο κέντρο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος. Στις αρχές της… … Dictionary of Greek